- ζηλαῖος
- ζηλαῖοςjealousmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζηλαίος — ζηλαῑος, α, ον (Α) [ζήλος Ι] ο ζηλότυπος … Dictionary of Greek
ζηλαῖον — ζηλαῖος jealous masc acc sg ζηλαῖος jealous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζήλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάλλαντα και κόρης του Ωκεανού, αδελφός της Νίκης, του Κράτους και της Βίας. Ήταν προσωποποίηση της φιλεργίας. Μαζί με τους αδελφούς του, καθόταν πάντα κοντά στον Δία. * * * (I) ο (AM ζῆλος, ὁ και ζῆλος, τό, Α… … Dictionary of Greek